ψηστιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηστιέρα | οι | ψηστιέρες |
γενική | της | ψηστιέρας | — | |
αιτιατική | την | ψηστιέρα | τις | ψηστιέρες |
κλητική | ψηστιέρα | ψηστιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηστιέρα θηλυκό