ψηφιδογράφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψηφιδογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηφιδογράφος
|
ψηφιδογράφος αρσενικό ή θηλυκό
|