ψηφιδωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψηφιδωτό | τα | ψηφιδωτά |
γενική | του | ψηφιδωτού | των | ψηφιδωτών |
αιτιατική | το | ψηφιδωτό | τα | ψηφιδωτά |
κλητική | ψηφιδωτό | ψηφιδωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηφιδωτό (μαρτυρείται από το 1889)[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ψηφιδωτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηφιδωτό ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηφιδωτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψηφιδωτό
- αιτιατική ενικού του ψηφιδωτός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ψηφιδωτός
[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου