ψηφιοποιητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηφιοποιητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηφιοποιητής αρσενικό
- μηχανισμός ο οποίος χρησιμοποιείται για την απεικόνιση ενός αναλογικού ήχου,εικόνας ή βίντεο σε μορφή ακολουθίας αριθμών ώστε να είναι δυνατή η περαιτέρω επεξεργασίας τους ή η αποθήκευση και αναπαραγωγή τους από υπολογιστή