ψηφοθέτημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψηφοθέτημα < (ελληνιστική κοινή) ψηφοθέτημα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψηφοθέτημα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψηφοθέτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηφοθέτημα
|