ψηφοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηφοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψηφοφόρος < (ψῆφος) ψήφ(ος) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηφοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- ο πολίτης που συμμετέχει σε μια ψηφοφορία
- αυτός που ψηφίζει υπέρ ενός κόμματος ή υποψηφίου
- ↪ οι ψηφοφόροι του κυβερνητικού κόμματος βγήκαν να πανηγυρίσουν για τη νίκη τους στις εκλογές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)