ψιλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιλά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψιλά, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psiˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λά
- ομόηχο: ψηλά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρηματικό ποσό μικρής αξίας
- (νόμισμα) κέρματα (από μη πολύτιμο κράμα ή μέταλλο και μικρής αξίας· μη συλλεκτικά, μη ονομαστικώς υψηλά κτλ.)
- τα χρήματα
- ※ ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων Ιατρικά θέματα 68, 2015, σελ. 31-34 [1])
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τα ψιλά των εφημερίδων: ειδήσεις δευτερεύουσας σημασίας που τυπώνονται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιλά (χρήματα)
Επίρρημα
[επεξεργασία]ψιλά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιλά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψιλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός