ψιλή κυριότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλή κυριότητα < ψιλή + κυριότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nue-propriété[1])
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ψιλή κυριότητα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλή κυριότητα
- ↑ ψιλός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)