ψιλαλέθομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ψιλαλέθομαι, π.αόρ.: ψιλαλέστηκα, μτχ.π.π.: ψιλαλεσμένος