ψιλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ψιλικά | ||
γενική | των | ψιλικών | ||
αιτιατική | τα | ψιλικά | ||
κλητική | ψιλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλικά < ψιλός + ικά (πβ. αρχαία ελληνική ψιλικός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρήσιμα στην καθημερινή ζωή μικροαντικείμενα (πχ κλωστές, μολύβια αλλά και εφημερίδες, τσιγάρα κλπ) που πουλιούνται από μικρά συνοικιακά καταστήματα (τα καταστήματα ψιλικών ή ψιλικατζίδικα)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλικά
|