ψιλικατζίδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιλικατζίδικο τα ψιλικατζίδικα
      γενική του ψιλικατζίδικου των ψιλικατζίδικων
    αιτιατική το ψιλικατζίδικο τα ψιλικατζίδικα
     κλητική ψιλικατζίδικο ψιλικατζίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλικατζίδικο < ψιλικατζ(ής) + -ίδικο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιλικατζίδικο ουδέτερο

  • το κατάστημα που πουλάει ψιλικά (μικρής αξίας μικροπράγματα που είναι απαραίτητα στην καθημερινή ζωή) και συχνά εφημερίδες, τσιγάρα και αναψυκτικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]