ψιλικατζίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλικατζίδικο < ψιλικατζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλικατζίδικο ουδέτερο
- το κατάστημα που πουλάει ψιλικά (μικρής αξίας μικροπράγματα που είναι απαραίτητα στην καθημερινή ζωή) και συχνά εφημερίδες, τσιγάρα και αναψυκτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλικατζίδικο