ψιλικατζίδικο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιλικατζίδικο < ψιλικατζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιλικατζίδικο ουδέτερο
- το κατάστημα που πουλάει ψιλικά (μικρής αξίας μικροπράγματα που είναι απαραίτητα στην καθημερινή ζωή) και συχνά εφημερίδες, τσιγάρα και αναψυκτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιλικατζίδικο