ψιλοαλεσμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]ψιλοαλεσμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψιλοαλέθω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ψιλοαλεσμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιλοαλεσμένος
|