ψιλοβρέχει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ψιλοβρέχει
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιλοβρέχει
|
→ δείτε τη λέξη ψιχαλίζει |
ψιλοβρέχει
|
→ δείτε τη λέξη ψιχαλίζει |