ψιλοκοσκίνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλοκοσκίνισμα < ψιλοκοσκινίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλοκοσκίνισμα ουδέτερο
- κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο
- (μεταφορικά) λεπτολογία, ψιλολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοκοσκίνισμα
|