ψιλοτρώω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.loˈtɾo.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λο‐τρώ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιλοτρώω, πρτ.: ψιλοέτρωγα, αόρ.: ψιλοέφαγα, παθ.φωνή: ψιλοτρώγομαι (Χρειάζεται επεξεργασία)
- τρώω λίγο
- (μεταφορικά) απασχολώ το μυαλό, τη σκέψη πιέζοντας για κάτι
- ↪ Τον ψιλοτρώει η ζήλια, αλλά δεν το παραδέχεται.
- (μεταφορικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοτρώω
|