ψιλοτρώω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλοτρώω < ψιλο- + τρώω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.loˈtɾo.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λο‐τρώ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψιλοτρώω, πρτ.: ψιλοέτρωγα, αόρ.: ψιλοέφαγα, παθ.φωνή: ψιλοτρώγομαι (Χρειάζεται επεξεργασία)

  1. τρώω λίγο
     συνώνυμα: τσιμπολογάω, τσιμπάω
  2. (μεταφορικά) απασχολώ το μυαλό, τη σκέψη πιέζοντας για κάτι
    Τον ψιλοτρώει η ζήλια, αλλά δεν το παραδέχεται.
  3. (μεταφορικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]