ψιλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψιλοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψιλοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ψιλόομαι, ενεργητική φωνή ψιλόω (απογυμνώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ψιλούμαι

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το γ΄ πρόσωπο εν χρήσει: ψιλούται (ψιλοῦται),
  • παρατατικός εψιλούτο (ἐψιλοῦτο) ή ψιλούνταν
  • οι υπόλοιποι τύποι περιφραστικά με το «παίρνω ψιλή»

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]