ψιλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλωτικός < (ελληνιστική κοινή) ψιλωτικός < ψιλόω < ψιλός
Επίθετο[επεξεργασία]
ψιλωτικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) ο σχετικός με το γλωσσολογικό φαινόμενο της ψίλωσης
- οι ψιλωτικές διάλεκτοι της ελληνικής ήταν η Λεσβιακή και η Ιωνική, όπου σχεδόν εξαρχής απωλέσθηκε το αρχικό χι στην προφορά των λέξεων
- που μπορεί να επιφέρει αποψίλωση σε δάση ή αλλού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποψίλωση