ψιμάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιμάρι τα ψιμάρια
      γενική του ψιμαριού των ψιμαριών
    αιτιατική το ψιμάρι τα ψιμάρια
     κλητική ψιμάρι ψιμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιμάρι < πιθανόν μεσαιωνική, από την αμαρτύρητη λέξη *ὀψιμάριον, υποκοριστικό του ὄψιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιμάρι ουδέτερο

  1. αρνί που γεννήθηκε αργότερα από τα υπόλοιπα
  2. (μεταφορικά) άβγαλτος, αφελής, απονήρευτος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]