ψιμάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψιμάρι | τα | ψιμάρια |
γενική | του | ψιμαριού | των | ψιμαριών |
αιτιατική | το | ψιμάρι | τα | ψιμάρια |
κλητική | ψιμάρι | ψιμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιμάρι < πιθανόν μεσαιωνική, από την αμαρτύρητη λέξη *ὀψιμάριον, υποκοριστικό του ὄψιμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιμάρι ουδέτερο
- αρνί που γεννήθηκε αργότερα από τα υπόλοιπα
- (μεταφορικά) άβγαλτος, αφελής, απονήρευτος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιμάρι
|