ψιμυθίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιμυθίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιμυθίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) λευκός ανθρακικός μόλυβδος. Χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σαν καλλυντικό.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψιμύθιο