ψιμυθίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιμυθίωση | οι | ψιμυθιώσεις |
γενική | της | ψιμυθίωσης* | των | ψιμυθιώσεων |
αιτιατική | την | ψιμυθίωση | τις | ψιμυθιώσεις |
κλητική | ψιμυθίωση | ψιμυθιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψιμυθιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιμυθίωση < ψιμυθιώνω < αρχ. ψιμύθιον «άσπρη σκόνη βαφής προσώπου για καλλωπισμό, στολίδι, καλλώπισμα»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιμυθίωση θηλυκό
- μακιγιάζ, το φτιασίδωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιμυθίωση
|