ψιμυθιόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιμυθιόω < ψιμύθιον (< υποκοριστικό του ψίμυθ(ος) + jω)
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιμυθιόω-ψιμυθιῶ
- αλείφω με ψιμύθιο, φτιασιδώνω