ψιττακίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιττακίζω
- μιμούμαι τον ψιττακό, παπαγαλίζω
- (ὁ φοιτητής) ... οὐχὶ δὲ νὰ ψιττακίζῃ μόνον ὅσα διὰ μνήμης εἶχε, πρὶν ἢ τὰ χωνεύσῃ, λησμονῶν αὐτὰ ἅμα ὡς αἱ ἐξετάσεις παρήρχοντο. (Απομνημονεύματα Ραγκαβή[1])
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αλ. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. 1, Αθήνα 1973, τεκμήριο 19 (1836)