ψιττακισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιττακισμός < ψιττακός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιττακισμός αρσενικό
- το να επαναλαμβάνει κάποιος μηχανικά όσα ακούει χωρίς να τα κατανοεί
- ο παπαγαλισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιττακισμός
|