ψοφάλογο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψοφάλογο τα ψοφάλογα
      γενική του ψοφάλογου των ψοφάλογων
    αιτιατική το ψοφάλογο τα ψοφάλογα
     κλητική ψοφάλογο ψοφάλογα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψοφάλογο < ψόφ(ιος) + άλογο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psoˈfa.lo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψο‐φά‐λο‐γο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψοφάλογο ουδέτερο

  • γέρικο άλογο, χωρίς δύναμη
    ※ Ο Μάνσον, για να κάνει σαφή τη θέση του, ήταν ο πρώτος που πλησίασε το ψοφάλογο, το οποίο μόλις ένιωσε τα δόντια του σκύλου να μπήγονται στο ακροτάρσιό του ίσα που κλότσησε.
    Νικολό Αμανίτι (μτφ. Δήμητρα Δότση), Άννα, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2016. σελ. 24

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ψοφάλογο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)