ψυκτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψυκτήρας | οι | ψυκτήρες |
γενική | του | ψυκτήρα | των | ψυκτήρων |
αιτιατική | τον | ψυκτήρα | τους | ψυκτήρες |
κλητική | ψυκτήρα | ψυκτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυκτήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυκτήρ, από την αιτιατική ψυκτήρα < ψύχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυκτήρας αρσενικό
- συσκευή που τοποθετείται σε πολυσύχναστους χώρους και χρησιμοποιείται για να παρέχει παγωμένο νερό
- ψυκτικός θάλαμος
- (αρχαιολογία, κεραμική) → δείτε τη λέξη ψυκτήρ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψύχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)