ψυλλιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψυλλιάζομαι, πρτ.: ψυλλιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψυλλιαστώ, αόρ.: ψυλλιάστηκα, μτχ.π.π.: ψυλλιασμένος
- υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες
- καλά τον είχα ψυλλιαστεί εγώ τι μπαμπέσης άνθρωπος είναι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυλλιάζομαι