Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψυλλιάζομαι

Από Βικιλεξικό

ψυλλιάζομαι, πρτ.: ψυλλιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψυλλιαστώ, αόρ.: ψυλλιάστηκα, μτχ.π.π.: ψυλλιασμένος, (ενεργ.: ψυλλιάζω)

  1.  δείτε τη λέξη ψυλλιάζω
  2. υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες
      καλά τον είχα ψυλλιαστεί εγώ τι μπαμπέσης άνθρωπος είναι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]