ψυχαγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχαγωγικός < αρχαία ελληνική ψυχαγωγικός < ψυχαγωγέω-ῶ < ψυχαγωγός < ψυχή και ἄγω
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχαγωγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ψυχαγωγία, που διασκεδάζει, ευχαριστεί, ξεκουράζει, αποφορτίζει την ψυχική ένταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχαγωγικός