ψυχαγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχαγωγικός η ψυχαγωγική το ψυχαγωγικό
      γενική του ψυχαγωγικού της ψυχαγωγικής του ψυχαγωγικού
    αιτιατική τον ψυχαγωγικό την ψυχαγωγική το ψυχαγωγικό
     κλητική ψυχαγωγικέ ψυχαγωγική ψυχαγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχαγωγικοί οι ψυχαγωγικές τα ψυχαγωγικά
      γενική των ψυχαγωγικών των ψυχαγωγικών των ψυχαγωγικών
    αιτιατική τους ψυχαγωγικούς τις ψυχαγωγικές τα ψυχαγωγικά
     κλητική ψυχαγωγικοί ψυχαγωγικές ψυχαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχαγωγικός < αρχαία ελληνική ψυχαγωγικός < ψυχαγωγέω-ῶ < ψυχαγωγός < ψυχή και ἄγω

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχαγωγικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]