ψυχαναγκασμός
Εμφάνιση
![]() |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχαναγκασμός αρσενικό
- η επιβολή της θέλησης ενός σε κάποιον άλλον με άσκηση ψυχολογικής πίεσης
- (ψυχολογία) η σκέψη μιας ιδέας, ενός αισθήματος, μιας τάσης που, ενώ πηγάζει από τον ψυχισμό ενός ατόμου, αντιμετωπίζεται ως αντίθετο του Εγώ του, χωρίς ωστόσο να μπορεί να την περιορίσει ή να απαλλαγεί από αυτήν
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιβολή της θέλησης