ψυχεδελισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχεδελισμός < ψυχεδέλεια + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχεδελισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχεδελισμός
|