ψυχοδιεγερτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοδιεγερτικός η ψυχοδιεγερτική το ψυχοδιεγερτικό
      γενική του ψυχοδιεγερτικού της ψυχοδιεγερτικής του ψυχοδιεγερτικού
    αιτιατική τον ψυχοδιεγερτικό την ψυχοδιεγερτική το ψυχοδιεγερτικό
     κλητική ψυχοδιεγερτικέ ψυχοδιεγερτική ψυχοδιεγερτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοδιεγερτικοί οι ψυχοδιεγερτικές τα ψυχοδιεγερτικά
      γενική των ψυχοδιεγερτικών των ψυχοδιεγερτικών των ψυχοδιεγερτικών
    αιτιατική τους ψυχοδιεγερτικούς τις ψυχοδιεγερτικές τα ψυχοδιεγερτικά
     κλητική ψυχοδιεγερτικοί ψυχοδιεγερτικές ψυχοδιεγερτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοδιεγερτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχοδιεγερτικός


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]