ψυχοδιεγερτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοδιεγερτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχοδιεγερτικός
- που προκαλεί διέγερση των εγκεφαλικών λειτουργιών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοδιεγερτικός
|