ψυχοθεραπευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοθεραπευτικός η ψυχοθεραπευτική το ψυχοθεραπευτικό
      γενική του ψυχοθεραπευτικού της ψυχοθεραπευτικής του ψυχοθεραπευτικού
    αιτιατική τον ψυχοθεραπευτικό την ψυχοθεραπευτική το ψυχοθεραπευτικό
     κλητική ψυχοθεραπευτικέ ψυχοθεραπευτική ψυχοθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοθεραπευτικοί οι ψυχοθεραπευτικές τα ψυχοθεραπευτικά
      γενική των ψυχοθεραπευτικών των ψυχοθεραπευτικών των ψυχοθεραπευτικών
    αιτιατική τους ψυχοθεραπευτικούς τις ψυχοθεραπευτικές τα ψυχοθεραπευτικά
     κλητική ψυχοθεραπευτικοί ψυχοθεραπευτικές ψυχοθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοθεραπευτικός < ψυχή + θεραπευτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχοθεραπευτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]