Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψυχοκτόνος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοκτόνος η ψυχοκτόνος
& ψυχοκτόνα
το ψυχοκτόνο
      γενική του ψυχοκτόνου της ψυχοκτόνου
& ψυχοκτόνας
του ψυχοκτόνου
    αιτιατική τον ψυχοκτόνο την ψυχοκτόνο
& ψυχοκτόνα
το ψυχοκτόνο
     κλητική ψυχοκτόνε ψυχοκτόνε
& ψυχοκτόνα
ψυχοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοκτόνοι οι ψυχοκτόνοι
& ψυχοκτόνες
τα ψυχοκτόνα
      γενική των ψυχοκτόνων των ψυχοκτόνων των ψυχοκτόνων
    αιτιατική τους ψυχοκτόνους τις ψυχοκτόνους
& ψυχοκτόνες
τα ψυχοκτόνα
     κλητική ψυχοκτόνοι ψυχοκτόνοι
& ψυχοκτόνες
ψυχοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχοκτόνος < ψυχή + -ο- + -κτόνος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψυχοκτόνος, -α / -ος, -ο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]