ψυχοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχοκτόνος, -α / -ος, -ο
- που φθείρει την ψυχή, που την καταστρέφει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ψυχοκτονία
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και κτείνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοκτόνος
|