ψυχοκτόνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχοκτόνος, -α / -ος, -ο
- που φθείρει την ψυχή, που την καταστρέφει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ψυχοκτονία
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και κτείνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοκτόνος
|