ψυχολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχολογημένος η ψυχολογημένη το ψυχολογημένο
      γενική του ψυχολογημένου της ψυχολογημένης του ψυχολογημένου
    αιτιατική τον ψυχολογημένο την ψυχολογημένη το ψυχολογημένο
     κλητική ψυχολογημένε ψυχολογημένη ψυχολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχολογημένοι οι ψυχολογημένες τα ψυχολογημένα
      γενική των ψυχολογημένων των ψυχολογημένων των ψυχολογημένων
    αιτιατική τους ψυχολογημένους τις ψυχολογημένες τα ψυχολογημένα
     κλητική ψυχολογημένοι ψυχολογημένες ψυχολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψυχολογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.xo.lo.ʝiˈme.nos/

Μετοχή[επεξεργασία]

ψυχολογημένος -η -ο

  1. για ανθρώπινο χαρακτήρα ή λογοτεχνικό, κινηματογραφικό κ.λπ. ήρωα του οποίου έχει μελετηθεί ικανοποιητικά η ψυχολογία
  2. για ενέργεια που γίνεται αφού έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις της στην ψυχολογία όσων επηρεάζει
     αντώνυμα: αψυχολόγητος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]