Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψυχολογικά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχολογικά < ψυχολογικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ψυχολογικά

  1. με την ψυχολογική έννοια, από ψυχολογική σκοπιά, η ψυχολογική κατάσταση
  2. Ξέρω ότι είναι υγιής και δουλεύει, όμως δεν ξέρω πώς πάει ψυχολογικά μετά το διαζύγιό του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ψυχολογικά