ψυχολογικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχολογικά < ψυχολογικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ψυχολογικά

  1. με την ψυχολογική έννοια, από ψυχολογική σκοπιά, η ψυχολογική κατάσταση
  2. Ξέρω ότι είναι υγιής και δουλεύει, όμως δεν ξέρω πώς πάει ψυχολογικά μετά το διαζύγιό του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ψυχολογικά