ψυχολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχολογικά < ψυχολογικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψυχολογικά
- με την ψυχολογική έννοια, από ψυχολογική σκοπιά, η ψυχολογική κατάσταση
- Ξέρω ότι είναι υγιής και δουλεύει, όμως δεν ξέρω πώς πάει ψυχολογικά μετά το διαζύγιό του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχολογικό