ψυχολογικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχολογικά < ψυχολογικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ψυχολογικά
- με την ψυχολογική έννοια, από ψυχολογική σκοπιά, η ψυχολογική κατάσταση
- Ξέρω ότι είναι υγιής και δουλεύει, όμως δεν ξέρω πώς πάει ψυχολογικά μετά το διαζύγιό του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψυχολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχολογικό