ψυχοπλάκωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχοπλάκωση | οι | ψυχοπλακώσεις |
γενική | της | ψυχοπλάκωσης* | των | ψυχοπλακώσεων |
αιτιατική | την | ψυχοπλάκωση | τις | ψυχοπλακώσεις |
κλητική | ψυχοπλάκωση | ψυχοπλακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχοπλακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοπλάκωση < ψυχοπλακώνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοπλάκωση θηλυκό
- το ψυχοπλάκωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοπλάκωση
|