ψυχοπλακωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοπλακωτικός < ψυχοπλακώνω
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχοπλακωτικός, -ή, -ό
- που προκαλεί ψυχοπλάκωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοπλακωτικός
|