ψυχοπονιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοπονιάρης η ψυχοπονιάρα το ψυχοπονιάρικο
      γενική του ψυχοπονιάρη της ψυχοπονιάρας του ψυχοπονιάρικου
    αιτιατική τον ψυχοπονιάρη την ψυχοπονιάρα το ψυχοπονιάρικο
     κλητική ψυχοπονιάρη ψυχοπονιάρα ψυχοπονιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοπονιάρηδες οι ψυχοπονιάρες τα ψυχοπονιάρικα
      γενική των ψυχοπονιάρηδων των ψυχοπονιάρικων
    αιτιατική τους ψυχοπονιάρηδες τις ψυχοπονιάρες τα ψυχοπονιάρικα
     κλητική ψυχοπονιάρηδες ψυχοπονιάρες ψυχοπονιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοπονιάρης < ψυχοπονώ + -ιάρης

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχοπονιάρης, -α / -ισσα, -ικο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]