ψυχοσωματική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοσωματική < ψυχοσωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychosomatic < αρχαία ελληνική ψυχή + σωματικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοσωματική θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική θεωρία που εξετάζει και μελετά την επίδραση του ψυχισμού και γενικότερα των ψυχικών παραγόντων στις οργανικές παθήσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ψυχοσωματικός, ψυχή και σώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοσωματική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχοσωματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψυχοσωματικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)