ψυχοτεχνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ψυχοτεχνικά < ψυχοτεχνικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψυχοτεχνικά
- με ψυχοτεχνικό τρόπο ή με τον τρόπο της ψυχοτεχνικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοτεχνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχοτεχνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχοτεχνικό