ψυχοτεχνική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοτεχνική < ψυχοτεχνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotechnique < αρχαία ελληνική ψυχή + τεχνικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοτεχνική θηλυκό
- (ψυχολογία) μέθοδος (ή μέθοδοι) μελέτης και εκτίμησης μέσω εξειδικευμένων δοκιμασιών των ικανοτήτων ενός ατόμου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ψυχοτεχνία
- ψυχοτεχνικός
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοτεχνική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχοτεχνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψυχοτεχνικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)