ψυχοχάρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοχάρτι τα ψυχοχάρτια
      γενική του ψυχοχαρτιού των ψυχοχαρτιών
    αιτιατική το ψυχοχάρτι τα ψυχοχάρτια
     κλητική ψυχοχάρτι ψυχοχάρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοχάρτι < ψυχή + -ο- + χαρτί +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχοχάρτι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) (θρησκεία) χαρτί στο οποίο έχουν γραφτεί τα ονόματα των τεθνεώτων, προκειμένου να μνημονευθούν από τον ιερέα
  2. (λαϊκότροπο) (θρησκεία) συγχωροχάρτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]