ψυχωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψυχώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ψυχωμένος
- ο αντρειωμένος, αυτός που παλεύει για το δίκιο του ή και των άλλων, ο γενναίος, που έχει κουράγιο και ψυχικές αντιστάσεις, ο αγωνιστής
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχωμένος
|