ψυχωφελών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχωφελών
- ψυχωφελής, στη γενική του πληθυντικού
- ψυχωφελές, στη γενική του πληθυντικού