ψυχός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψυχός | ||
γενική | του | ψυχού | ||
αιτιατική | τον | ψυχό | ||
κλητική | ψυχέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- τελετουργικός εορτασμός προς τιμήν των ψυχών τεθνεώτων προσφιλών προσώπων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχός
|