ψωλοκοπῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωλοκοπῶ < αρχαία ελληνική ψωλ(ή) + -ο- + -κοπῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ψωλοκοπῶ (άπαξ λεγόμενον)
- (ελληνιστική κοινή) γαμώ
- ※ ψωλοκοπῶ τὸν ἀναγιγνώσκοντα (σχόλιο σε περιθώριο παπύρου του 1ου αιώνα, που απευθύνει ο γραφέας στον αναγνώστη: «γαμώ τον αναγνώστη», London Papyrus 3.604 από την Κροκοδειλόπολη στο J. C. McKeown, A Cabinet of Greek Curiosities: Strange Tales and Surprising Facts from the Cradle of Western Civilization, Oxford University Press USA, 2013, σελ. 154 @books.google)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -κοπῶ (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Άπαξ λεγόμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)