ψωμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωμίζω < αρχαία ελληνική ψωμίζω και ψωμιῶ (τρέφω, ταίζω, βάζω μουκιές στο στόμα ) < ψωμός μπουκιά ψωμιού
Ρήμα[επεξεργασία]
ψωμίζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωμίζω
|