ψωμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωμώνω < ψωμί + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψωμώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]