ψωνίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψωνίζομαι (παθητική φωνή του ρήματος ψωνίζω)
- αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου
- (λαϊκότροπο) (αργκό) εκπορνεύομαι, εκδίδομαι
- Ο έρωτας της πρωταγωνίστριας, μιας Ελληνίδας γύρω στα σαράντα για έναν τσέχο ταξιδιωτικό πράκτορα, που η ανώνυμη ηρωίδα για την οποία δεν δίνονται πολλές πληροφορίες γνωρίζει σε ένα αθηναϊκό μπαρ, ψωνίζεται μαζί του, με όλες τις σημασίες της λέξης και καταλήγει στο δωμάτιό του, σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψώνια
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψωνίζομαι | ψωνιζόμουν(α) | θα ψωνίζομαι | να ψωνίζομαι | ||
β' ενικ. | ψωνίζεσαι | ψωνιζόσουν(α) | θα ψωνίζεσαι | να ψωνίζεσαι | (ψωνίζου) | |
γ' ενικ. | ψωνίζεται | ψωνιζόταν(ε) | θα ψωνίζεται | να ψωνίζεται | ||
α' πληθ. | ψωνιζόμαστε | ψωνιζόμαστε ψωνιζόμασταν |
θα ψωνιζόμαστε | να ψωνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ψωνίζεστε | ψωνιζόσαστε ψωνιζόσασταν |
θα ψωνίζεστε | να ψωνίζεστε | (ψωνίζεστε) | |
γ' πληθ. | ψωνίζονται | ψωνίζονταν ψωνιζόντουσαν |
θα ψωνίζονται | να ψωνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψωνίστηκα | θα ψωνιστώ | να ψωνιστώ | ψωνιστεί | ||
β' ενικ. | ψωνίστηκες | θα ψωνιστείς | να ψωνιστείς | ψωνίσου | ||
γ' ενικ. | ψωνίστηκε | θα ψωνιστεί | να ψωνιστεί | |||
α' πληθ. | ψωνιστήκαμε | θα ψωνιστούμε | να ψωνιστούμε | |||
β' πληθ. | ψωνιστήκατε | θα ψωνιστείτε | να ψωνιστείτε | ψωνιστείτε | ||
γ' πληθ. | ψωνίστηκαν ψωνιστήκαν(ε) |
θα ψωνιστούν(ε) | να ψωνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψωνιστεί | είχα ψωνιστεί | θα έχω ψωνιστεί | να έχω ψωνιστεί | ψωνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψωνιστεί | είχες ψωνιστεί | θα έχεις ψωνιστεί | να έχεις ψωνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψωνιστεί | είχε ψωνιστεί | θα έχει ψωνιστεί | να έχει ψωνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψωνιστεί | είχαμε ψωνιστεί | θα έχουμε ψωνιστεί | να έχουμε ψωνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψωνιστεί | είχατε ψωνιστεί | θα έχετε ψωνιστεί | να έχετε ψωνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψωνιστεί | είχαν ψωνιστεί | θα έχουν ψωνιστεί | να έχουν ψωνιστεί |