ψωραλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωραλέος η ψωραλέα το ψωραλέο
      γενική του ψωραλέου της ψωραλέας του ψωραλέου
    αιτιατική τον ψωραλέο την ψωραλέα το ψωραλέο
     κλητική ψωραλέε ψωραλέα ψωραλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωραλέοι οι ψωραλέες τα ψωραλέα
      γενική των ψωραλέων των ψωραλέων των ψωραλέων
    αιτιατική τους ψωραλέους τις ψωραλέες τα ψωραλέα
     κλητική ψωραλέοι ψωραλέες ψωραλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωραλέος < αρχαία ελληνική ψωραλέος < ψώρα + παραγωγικό επίθημα -αλέος

Επίθετο[επεξεργασία]

ψωραλέος, ψωραλέα, ψωραλέο

  1. αυτός που έχει ψώρα
  2. (μεταφορικά) ο πολύ βρώμικος, ο πάμφτωχος που έχει περιπέσει σε κατάσταση αθλιότητας

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

  • το θηλυκό του επιθέτου είναι ομώνυμο με το ουσιαστικό ψωραλέα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]