ψωριασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ψωριασικός < ψωρίαση
Επίθετο[επεξεργασία]
ψωριασικός, ψωριασική, ψωριασικό
- ο σχετικός με την πάθηση της ψωρίασης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωριασικός
|